χειρόμυλος

χειρόμυλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χειρόμυλος" в других словарях:

  • χειρόμυλος — ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • μουλινέ — το άκλ. και μουλινές, ο είδος κλωστής, κυρίως για κέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moulinet «μικρός μύλος» < γαλλ. moulin «μύλος, χειρόμυλος» < λατ. mola «μύλος». Κατ άλλους < γαλλ. (soie) moulinee < «μετάξι στριφτό» < ρ. mouliner… …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • πιπερόμυλος — ο, Ν χειρόμυλος με τον οποίο αλέθεται το πιπέρι …   Dictionary of Greek

  • χειρομύλη — ἡ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μύλη] …   Dictionary of Greek

  • χειρομύλιον — τὸ, Α [χειρόμυλον] μικρός χειρόμυλος …   Dictionary of Greek

  • χειρομύλων — ωνος, ὁ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρομύλη + επίθημα ων (πρβλ. γνώμ ων)] …   Dictionary of Greek

  • χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • χερόμυλος — ο, Ν βλ. χειρόμυλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»