χειρόμυλος
Смотреть что такое "χειρόμυλος" в других словарях:
χειρόμυλος — ο, ΝΜΑ, και χερόμυλος Ν χειροκίνητος μύλος για την άλεση σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… … Dictionary of Greek
μουλινέ — το άκλ. και μουλινές, ο είδος κλωστής, κυρίως για κέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moulinet «μικρός μύλος» < γαλλ. moulin «μύλος, χειρόμυλος» < λατ. mola «μύλος». Κατ άλλους < γαλλ. (soie) moulinee < «μετάξι στριφτό» < ρ. mouliner… … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
πιπερόμυλος — ο, Ν χειρόμυλος με τον οποίο αλέθεται το πιπέρι … Dictionary of Greek
χειρομύλη — ἡ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μύλη] … Dictionary of Greek
χειρομύλιον — τὸ, Α [χειρόμυλον] μικρός χειρόμυλος … Dictionary of Greek
χειρομύλων — ωνος, ὁ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρομύλη + επίθημα ων (πρβλ. γνώμ ων)] … Dictionary of Greek
χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χερόμυλος — ο, Ν βλ. χειρόμυλος … Dictionary of Greek